ευήλατος

ευήλατος
ος , ον легко обрабатываемый, ковкий (о металле)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευήλατος" в других словарях:

  • εὐήλατος — easy to drive masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήλατος — η, ο (Α εὐήλατος, ον) (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά αρχ. 1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά… …   Dictionary of Greek

  • εὐήλατον — εὐήλατος easy to drive masc/fem acc sg εὐήλατος easy to drive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλάτοις — εὐήλατος easy to drive masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλάτων — εὐήλατος easy to drive masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήλατα — εὐήλατος easy to drive neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήλατοι — εὐήλατος easy to drive masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεήλατος — νεήλατος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «νεοτευχής», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεήλατα (ενν. ἄλφιτα) α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα β) είδος πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ήλατος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»